πυορροώ

πυορροώ
-έω, Α
εκρέω πύον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + -ρροῶ (< -ρρους < ῥέω), πρβλ. φυλλο-ρροώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαπυώ — (Α διαπυῶ, έω) προκαλώ διαπύηση, κάνω κάτι πυώδες (αμτθ.) γίνομαι πυώδης, πυορροώ …   Dictionary of Greek

  • ιχωρορροώ — ἰχωρορροῶ, έω (Α) βγάζω ιχώρα, ορό, πυώδη ύλη, πυορροώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ρροῶ (< ρρους < ρούς), πρβλ. αιμο ρροώ, φυλλο ρροώ] …   Dictionary of Greek

  • πυόρροια — η, ΝΑ εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”